- ιοδόκη
- ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)θήκη βελών, φαρέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόκη, αυλο-δόκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰοδόκη — holding arrows fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοδόκην — ἰοδόκη holding arrows fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοδόκης — ἰοδόκη holding arrows fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοδόχη — ἰοδόχη, ἡ (Α) βλ. ιοδόκη … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek